Μέχρι σήμερα, οι ΗΠΑ έχουν εγκρίνει τρία εμβόλια για την COVID-19, αυτά των εταιρειών Pfizer, Moderna και Johnson & Johnson  (Janssen). Όλα πληρούν τα κριτήρια της Αμερικανικής Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων για την προστασία των ανθρώπων από τη νόσο. Ωστόσο, δυο από αυτά είναι περίπου 95% "αποτελεσματικά", ενώ το τρίτο αγγίζει το 66%. Έτσι, προκύπτουν ερωτήματα όπως το αν τα άτομα που λαμβάνουν το εμβόλιο αυτό είναι λιγότερο προστατευμένα έναντι του ιού.  Σε άρθρο της στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα του Time, η Alice Park εξηγεί τι πραγματικά είναι ο περίφημος αριθμός αποτελεσματικότητας του εμβολίου καθώς επίσης και το πως πρέπει να αξιολογηθούν τα τρέχοντα εγκεκριμένα εμβόλια.

Σύγκριση των 3 εμβολίων που εγκρίθηκαν στις ΗΠΑ

Αποτελεσματικότητα εμβολίων
* Με βάση τα δεδομένα της Φάσης 3 που υποβλήθηκαν στην FDA.

** Αυτοί οι αριθμοί προέρχονται από μια πραγματική μελέτη εμβολιασμένων ανθρώπων που διεξήχθη στο Ισραήλ.

Αρχικά, υπάρχουν δύο "είδη" αποτελεσματικότητας: efficacy και effectiveness. Η πρώτη (efficacy) αναφέρεται στα αποτελέσματα για το πόσο καλά λειτουργεί ένα φάρμακο ή ένα εμβόλιο βάσει δοκιμών, ενώ η δεύτερη αποτελεσματικότητα αναφέρεται στο πόσο καλά λειτουργούν αυτά τα προϊόντα στον πραγματικό κόσμο, σε μια πολύ μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων. Είναι δύο διαφορετικά μεγέθη αλλά οι περισσότεροι τα χρησιμοποιούμε εναλλακτικά.

Στη συνέχεια, είναι σημαντικό να καταλάβουμε τι μετρούσαν αυτές οι εταιρείες για να καταλήξουν στα παραπάνω ποσοστά αποτελεσματικότητας. Στην περίπτωση μας, οι ερευνητές μετρούσαν πόσο καλά τα εμβόλια τους προστάτευαν τα υποκείμενα από τα συμπτώματα της COVID-19. Έτσι, η αποτελεσματικότητα του κάθε εμβολίου αναφέρεται στο πόσο καλά μείωσε την πιθανότητα των ανθρώπων να νοσήσουν από COVID-19. Το εμβόλιο της Pfizer-BioNTech είχε αποτελεσματικότητα 95%, πράγμα που σημαίνει ότι για τα άτομα που έχουν εμβολιαστεί, ήταν 95% αποτελεσματικό στην προστασία από τα συμπτώματα COVID-19. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το 95% των ατόμων που έχουν εμβολιαστεί δε θα νοσήσουν από COVID-19 και το 5% θα νοσήσει.

Παρομοίως, το εμβόλιο της Moderna είχε αποτελεσματικότητα 94%, επομένως ήταν 94% αποτελεσματικό στην προστασία των ανθρώπων από την COVID-19, ενώ το εμβόλιο της Johnson & Johnson έχει 66% αποτελεσματικότητα να κάνει το ίδιο. Αλλά αυτό δε λέει όλη την ιστορία, για πολλούς λόγους.

Πρώτον, τα εμβόλια λειτουργούν με διαφορετικούς τρόπους. Η Pfizer-BioNTech και η Moderna ανέπτυξαν τα εμβόλια τους χρησιμοποιώντας την τεχνολογία mRNA, η οποία περιλαμβάνει τη λήψη του γενετικού κώδικα για την ακίδα πρωτεΐνης του ιού SARS-CoV-2 και τον εγκλεισμό του σε ένα σωματίδιο λίπους που εγχέεται στο σώμα. Μόλις εισέλθουν στα κύτταρα, αυτά τα ιικά γονίδια καθοδηγούν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος να παράγουν αντίγραφα της πρωτεΐνης, η οποία με τη σειρά της βάζει το ανοσοποιητικό σύστημα σε δράση, δηλαδή να παράγει αμυντικά κύτταρα όπως αντισώματα. Εάν το εμβολιασμένο άτομο μολυνθεί στη συνέχεια με τον πραγματικό ιό, το σώμα είναι έτοιμο να παράγει γρήγορα τα ίδια αντισώματα που μπορούν να κολλήσουν στον ιό και να τον εμποδίσουν να μολύνει τα κύτταρα μας.

Το εμβόλιο Johnson & Johnson χρησιμοποιεί μια διαφορετική στρατηγική - έναν εξασθενημένο ιό του κοινού κρυολογήματος που επαναπρογραμματίζεται για να συμπεριλάβει τον κώδικα για την πρωτεΐνη των ακίδων. Μόλις εισέλθουν στο σώμα, τα ιογενή γονίδια προκαλούν μια παρόμοια ειδική απόκριση κατά του ιού. Επειδή τα εμβόλια χρησιμοποιούν διαφορετικούς τρόπους για να προειδοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα, οι διαφορετικές τεχνολογίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικούς βαθμούς αποτελεσματικότητας.

Δεύτερον, κάθε εμβόλιο έχει διαφορετικά δοσολογικά σχήματα. Τα εμβόλια της Pfizer-BioNTech και της Moderna απαιτούν δύο δόσεις - στην περίπτωση του Pfizer-BioNTech, οι δύο λήψεις απέχουν 21 ημέρες και στην περίπτωση της Moderna 28. Το εμβόλιο της J&J είναι όμως μίας δόσης. Η Pfizer-BioNTech και η Moderna λένε ότι τα εμβόλια τους μπορούν να διεγείρουν το ανοσοποιητικό σύστημα μετά από μία μόνο δόση, και πως η δεύτερη δόση είναι απαραίτητη για την ενεργοποίηση της μέγιστης απόκρισης. Οι επιστήμονες της Janssen δοκιμάζουν επίσης μια αναμνηστική δόση του εμβολίου τους για να δουν αν θα μπορούσε να ενισχυθεί η ανοσολογική απόκριση.

Τρίτον, οι εταιρείες εμβολίων άρχισαν να καταγράφουν συμπτώματα COVID-19 σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μετά τον εμβολιασμό για να δουν πόσο καλά τα εμβόλια τους θα μπορούσαν να αποτρέψουν την ασθένεια. Στις αντίστοιχες μελέτες τους τελευταίου σταδίου, η Pfizer-BioNTech άρχισε να καταγράφει συμπτώματα επτά ημέρες μετά τη δεύτερη ένεση του εμβολίου ή του εικονικού φαρμάκου. Το Moderna ξεκίνησε 14 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση και το J&J κατέγραψε αποτελέσματα τόσο από 14 ημέρες όσο και από 28 ημέρες μετά την εφάπαξ δόση του.

Τέταρτον, τα εμβόλια δοκιμάστηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Αυτό είναι σημαντικό λόγω των γενετικών παραλλαγών του ιού, μερικές από τις οποίες είναι πιο μολυσματικές από τις αρχικές, που έχουν προκύψει τους τελευταίους μήνες, αφού ορισμένες εταιρείες είχαν ήδη ολοκληρώσει τις αρχικές δοκιμές των εμβολίων τους. Η Pfizer-BioNTech και η Moderna δοκίμασαν και οι δύο τις λήψεις τους κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2020, όταν ο SARS-CoV-2 δεν είχε μεταλλαχθεί τόσο πολύ, οπότε οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στη μελέτη, λογικά μολύνθηκαν από το ίδιο στέλεχος.

Η Janssen, ωστόσο, ξεκίνησε τη μεγάλη δοκιμή της φάσης 3 τον Σεπτέμβριο του 2020 και συμμετείχαν άνθρωποι από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νότια Αφρική και τη Βραζιλία, δηλαδή τις τρεις χώρες όπου νέες, μεταλλαγμένες παραλλαγές του ιού άρχισαν να εξαπλώνονται γρήγορα. Επομένως, πολλοί από τους ανθρώπους στη δοκιμή του J&J σε αυτές τις χώρες μολύνθηκαν με τις νέες παραλλαγές του SARS-CoV-2 και όχι μόνο με την αρχική.

Από επιστημονική άποψη, αυτό σημαίνει ότι η μελέτη της Janssen έδωσε σημαντικές ενδείξεις για το πόσο καλά το εμβόλιο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη απειλή νέων παραλλαγών του ιού. Αυτό θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει γιατί η αποτελεσματικότητα του εμβολίου Janssen είναι χαμηλότερη από εκείνη των Pfizer-BioNTech και Moderna. Στην πραγματικότητα, μελέτες έχουν δείξει από τότε ότι μεταξύ των ατόμων που εμβολιάστηκαν με τα εμβόλια Pfizer-BioNTech και Moderna, το επίπεδο αντισωμάτων κατά της παραλλαγής της Νότιας Αφρικής ειδικότερα είναι έως και έξι φορές χαμηλότερο σε σύγκριση με τα επίπεδα έναντι του μη μεταλλαγμένου ιού.

Έτσι, για όλους αυτούς τους λόγους, η σύγκριση των τριών αυτών εμβολίων μοιάζει κάπως σαν να συγκρίνουμε μήλα με πορτοκάλια. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι όλα καταπολεμούν την COVID-19 σύμφωνα με το πρότυπο αποτελεσματικότητας του FDA, το οποίο υποστηρίζει ότι τα εμβόλια πρέπει να είναι τουλάχιστον 50% αποτελεσματικά στην προστασία των ανθρώπων από ασθένειες. Στην προκειμένη περίπτωση, όλα είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά όσον αφορά την προστασία των ανθρώπων, πράγμα το οποίο είναι και το τελικό ζητούμενο για οποιοδήποτε εμβόλιο.