Παρ’ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι μια καθαρά χορτοφαγική διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και όσπρια είναι πιθανό να είναι απόλυτα υγιής, επιστημονικές μελέτες αναδεικνύουν διαφορετικές πτυχές και πιθανά προβλήματα.

Η βιταμίνη Β12 ως γνωστόν, είναι μια από τις σημαντικότερες βιταμίνες στον οργανισμό κάθε ανθρώπου διότι συμβάλλει στην φυσιολογική λειτουργία του νευρικού συστήματος. Η διατροφή μας παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του ποσοστού της βιταμίνης αυτής και μια ισορροπημένη διατροφή, πλούσια σε αυγά, γάλα, τυρί, κρέας και ψάρια θεωρείται ιδανική για να παίρνουμε την αναγκαία ποσότητα B12.

Αυτό όμως δεν φαίνεται να ισχύει και για τους Βίγκανς, δηλαδή για όσους ακολουθούν μια διατροφή αυστηρά χορτοφαγική χωρίς καθόλου τροφές ζωϊκής προέλευσης. Μια τέτοιου είδους διατροφή, είναι σε γενικές γραμμές καλή για την υγεία μας, χαμηλή σε χοληστερόλη, προστατεύοντας μάλιστα τα άτομα που την ακολουθούν ακόμα και από καρδιακές παθήσεις.

Ωστόσο, η διατροφή αυτή δημιουργεί έλλειψη της βιταμίνης Β12. Οι γιατροί προειδοποιούν για αυτή την κατάσταση καθώς, όπως αναφέρουν, η έλλειψη B12 προκαλεί προβλήματα με σοβαρές επιπλοκές στον ανθρώπινο οργανισμό, μέχρι και ασθένειες, όπως είναι και η περιφερική νευροπάθεια (μια ασθένεια που προκαλεί μούδιασμα στα άκρα), η οποία είναι μη αναστρέψιμη.

Μια βασική και μεγάλη πηγή πρόσληψης της βιταμίνης Β12 είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα και πιο συγκεκριμένα, το γάλα. Τα φυτικά υποκατάστατα όμως, με τα οποία τρέφονται οι Βίγκανς, δεν έχουν αρκετά υψηλά επίπεδα Β12 για την προστασία των ενηλίκων και των παιδιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις η λύση είναι συνήθως η λήψη δισκίων με βιταμίνη Β12, ανά τακτά χρονικά διαστήματα ή οι ενέσεις.

Σύμφωνα με τον Τομ Σάντερς, καθηγητή διατροφής και διαιτολογίας στο King's College του Λονδίνου, “υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία για τα παιδιά”. Σε ορισμένες περιπτώσεις που έχουν μελετηθεί, μωρά που θηλάστηκαν από μητέρες που είχαν ανεπαρκή ποσοστό της βιταμίνης στον οργανισμό τους, κατέληξαν να νοσήσουν από νευροπάθεια. Το γεγονός αυτό, αποκτά από μόνο του τεράστια βαρύτητα και χρήζει ειδική έρευνας.

O Σάντερς μαζί με τον Τιμ Κει, καθηγητή επιδημιολογίας και αναπληρωτή διευθυντή της μονάδας επιδημιολογίας του καρκίνου στο πανεπιστημίου της Οξφόρδης, πραγματοποίησαν μελέτες σε άτομα που ακολουθούν χορτοφαγική διατροφή για πολλά χρόνια.  Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον δρ. Κει υπήρχαν περιορισμένα διαθέσιμα δεδομένα, για περίπου 10.000 άτομα συνολικά. "Αυτό, δεν είναι αρκετό. Δεν έχουμε ακριβείς εκτιμήσεις της μακροπρόθεσμης υγείας στους Βίγκανς", σημείωσε.

Αυτά όμως, που κατάφεραν να παρατηρήσουν μέχρι τώρα οι δύο ερευνητές είναι άκρως σημαντικά:

  • Πρώτα από όλα, διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που ακολουθούν χορτοφαγικές διατροφές, τείνουν να μην είναι υπέρβαροι και να είναι αντιθέτως πολύ λεπτοί, γεγονός που μπορεί σε μεγαλύτερη ηλικία να τους δημιουργήσει προβλήματα όσον αφορά τις αυξομειώσεις του βάρους τους.
  • Επίσης, μπορεί να εμφανίσουν χαμηλά ποσοστά διαβήτη τύπου 2, ακόμα και ασθένειες του παχέος εντέρου, λόγω της έλλειψης βιταμίνης.
  • Παράλληλα, παρατηρήθηκε και μια αύξηση στα κατάγματα των οστών των ατόμων, κατά 30% ως αποτέλεσμα της χαμηλότερης οστικής πυκνότητας, γεγονός ιδιαίτερα ανησυχητικό και επιβλαβές για την υγεία.

Από όλα αυτά, προκύπτει η ανάγκη οι χορτοφάγοι να παρακολουθούν τακτικά την ποσότητα Β12 που προσλαμβάνουν και σίγουρα να λαμβάνουν συμπληρώματα με τη βιταμίνη αυτή.

Το περίεργο, όπως αναφέρουν οι ερευνητές, είναι ότι οι χορτοφάγοι είναι πιο πιθανό να αυξήσουν τις... ανθυγιεινές τροφές στην διατροφή τους (όντας στερούμενοι βασικών στοιχείων μιας ισορροπημένης διατροφής) όπως είναι οι σοκολάτες, τα μπισκότα, τα γλυκά, τα τσιπς κλπ. Επίσης, συχνά προσθέτουν υποκατάστατα άλλων τροφών στην διατροφή τους, στα οποία περιέχονται άλλα πιο επιβλαβή συστατικά για την υγεία (πχ άφθονο αλάτι).

Τέλος, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως ακολουθώντας μια αυστηρά χορτοφαγική διατροφή θα έχουν μακροζωία και καλύτερη υγεία. Όμως αυτό δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται, μέχρι στιγμής, καθώς σύμφωνα με τον Δρ. Κει, "Δεν υπάρχει σημαντική διαφορά στη συνολική θνησιμότητα μεταξύ των Βίγκανς και των κρεατοφάγων".